προλόγους

προλόγους
πρόλογος
prologue of a play
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • εξάβιβλος — Το σημαντικότερο νομικό έργο του βυζαντινού νομοφύλακα και κριτή (αξίωμα αντίστοιχο με το σημερινό του προέδρου Εφετών) της Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνου Αρμενόπουλου. Συντάχθηκε το 1344 45, όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Ιωάννης Ε’… …   Dictionary of Greek

  • μεταξάς — I Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 440 μ., 69 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, στα δεξιά του ποταμού Εύηνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μακρυνείας. 2.… …   Dictionary of Greek

  • Γκράνβιλ Μπάρκερ, Χάρλεϊ — (Harley Granville Barker, Λονδίνο 1877 – Παρίσι 1946).Άγγλος σκηνοθέτης, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας. Σε ηλικία δεκατριών ετών εμφανίστηκε με έναν θίασο, στον οποίο συμμετείχε και η μητέρα του, αλλά μόνο το 1899 πραγματοποίησε το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • Ζερβός, Ιωάννης — (Ζερβάτα Κεφαλονιάς 1875 – Aθήνα 1944). Λόγιος και συγγραφέας. Αν και σπούδασε νομικά, τα φιλολογικά του ενδιαφέροντα τον απομάκρυναν σύντομα από τη δικηγορία και του έδωσαν τη θέση του στον δημοτικιστικό λογοτεχνικό κύκλο της Αθήνας. Στο πρόσωπό …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • Μουσούρος, Μάρκος — (Χάνδακας [Ηράκλειο] Κρήτης 1470; – Ρώμη 1517). Φιλόλογος, εκδότης αρχαίων συγγρα φέων και καθηγητής της ελληνικής στην Ιταλία κατά τους χρόνους της Αναγέννησης. Πολύ νωρίς, το 1486, εμφανίζεται στους κύκλους των λογίων της Φλωρεντίας, που ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Νόιμπερ, Φριντερίκε Καρολίν — (Friederike Karoline Neuber, Ραϊχενμπάχ 1697 – Λαουμπεγκάς, Δρέσδη 1760). Γερμανίδα ηθοποιός του θεάτρου. Έζησε περιπετειώδη ζωή, κατά τη διάρκεια της οποίας με τη βοήθεια του συζύγου της, του ηθοποιού Γιόχαν (1697–1759), προσπάθησε να επιβάλει… …   Dictionary of Greek

  • Ντράιντεν, Τζον — (John Dryden, Όλντουνκλ Ολ Σεντς, Νορθάμπτονσαϊρ 1631 – Λονδίνο 1700). Άγγλος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και πεζογράφος. Από οικογένεια ευγενών, μετά την αποπεράτωση των σπουδών του στο Κέιμπριτζ, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο όπου, με την… …   Dictionary of Greek

  • Ριαζάνοφ, Δημήτριος — (1870 – 1938). Ρώσος επαναστάτης και θεωρητικός του μαρξισμού. Aπό τη νεανική του ηλικία συμμετείχε στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα της πατρίδας του και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την οργάνωση των πρώτων εργατικών επαναστατικών πυρήνων στην Οδησσό. Για …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”